Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατομικά < ατομικός

  Επίρρημα επεξεργασία

ατομικά

  1. κατά τρόπο ατομικό, ως άτομο και όχι ως μέρος ενός συνόλου
     αντώνυμα: ομαδικά
    χάσαμε το παιχνίδι, γιατί ο καθένας έπαιζε ατομικά

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ατομικά