ατοιχοκόλλητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατοιχοκόλλητος < α- + τοιχοκολλώ + -τος
Επίθετο επεξεργασία
ατοιχοκόλλητος, -η, -ο
- που δεν έχει τοιχοκολληθεί
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τοιχοκολλώ, τοίχος και κόλλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατοιχοκόλλητος
|