ατλαντισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατλαντισμός < γαλλική atlantisme[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.tlan.diˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τλα‐ντι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ατλαντισμός αρσενικό
- (πολιτική) η φιλοσοφία συνεργασίας μεταξύ Δυτικής Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, στο πλαίσιο του NATO
- ※ Στο όνομα της απόρριψης του νεοφιλελευθερισμού και του ατλαντισμού, ο νεοφιλελευθερισμός και ο ατλαντισμός κατήγαγαν τη μεγαλύτερη νίκη τους στα σαράντα επτά χρόνια της ενωμένης Ευρώπης.
- Γιάννης Πρετεντέρης, Ο φόβος του πολωνού υδραυλικού, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ Στο όνομα της απόρριψης του νεοφιλελευθερισμού και του ατλαντισμού, ο νεοφιλελευθερισμός και ο ατλαντισμός κατήγαγαν τη μεγαλύτερη νίκη τους στα σαράντα επτά χρόνια της ενωμένης Ευρώπης.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατλαντισμός
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ατλαντισμός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας