Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ατλάζι τα ατλάζια
      γενική του ατλαζιού των ατλαζιών
    αιτιατική το ατλάζι τα ατλάζια
     κλητική ατλάζι ατλάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατλάζι < (άμεσο δάνειο) τουρκική atlas < αραβική اطلس (atlas, σατέν, λείος, μαύρος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατλάζι ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία