αταύτιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αταύτιστος
- που δεν ταυτίζεται
- το όνομά του έμεινε αταύτιστο με τους αγώνες που έδιναν άλλοι στην εποχή του
Μεταφράσεις επεξεργασία
αταύτιστος
|
αταύτιστος
|