αταπείνωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αταπείνωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααταπείνωτος
- που δεν ταπεινώθηκε ή δε δέχεται ταπεινώσεις
- παρόλο που όλοι τον κορόιδευαν μετά το επεισόδιο, αυτός έμεινε αταπείνωτος και δεν επηρεάστηκε
Μεταφράσεις
επεξεργασία αταπείνωτος
|