ατέλειωτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ατέλειωτα < ατέλειωτος
Επίρρημα επεξεργασία
ατέλειωτα και ατελείωτα
- χωρίς τέλος, χωρίς πέρας
- δουλεύει ατέλειωτα
- με πάρα πολύ μεγάλη διάρκεια, χωρίς να φαίνεται να υπάρχει τέλος
- γλεντάγαμε ατέλειωτα
- (αργκό) χωρίς όρια, ανεξάντλητα
- μου λείπεις ατέλειωτα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ατέλειωτα