ασφάλισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασφάλισμα ουδέτερο
- (οικονομία) αποζημίωση (ή παροχή) που υποχρεούται κάποια ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει σε ασφαλισμένο πελάτη της, όταν συμβεί ό,τι έχει προσυμφωνηθεί
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασφάλισμα
|