ασυντήρητος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασυντήρητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
ασυντήρητος
- που δε συντηρείται ή δεν είναι δυνατό να συντηρηθεί
- αν το πτώμα μείνει για πολύ καιρό ασυντήρητο, θα αποσυντεθεί