Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυζήτητος η ασυζήτητη το ασυζήτητο
      γενική του ασυζήτητου της ασυζήτητης του ασυζήτητου
    αιτιατική τον ασυζήτητο την ασυζήτητη το ασυζήτητο
     κλητική ασυζήτητε ασυζήτητη ασυζήτητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυζήτητοι οι ασυζήτητες τα ασυζήτητα
      γενική των ασυζήτητων των ασυζήτητων των ασυζήτητων
    αιτιατική τους ασυζήτητους τις ασυζήτητες τα ασυζήτητα
     κλητική ασυζήτητοι ασυζήτητες ασυζήτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυζήτητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ασυζήτητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει συζητηθεί
  2. που δεν επιδέχεται συζήτηση
    η προσφορά βοήθειας προς τις πληγείσες περιοχές είναι ασυζήτητη

  Μεταφράσεις επεξεργασία