ασυγχώνευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ασυγχώνευτος, -η, -ο
- που δεν έχει συγχωνευτεί, που παραμένει αυτοτελής
- οι αλλοδαποί πληθυσμοί τής περιοχής παρέμειναν ασυγχώνευτοι με τους ντόπιους
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασυγχώνευτος
|