αστόμωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστόμωτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αστόμωτος, -η, -ο
- οξύς, κοφτερός, που δεν έχει στομώσει
- (μτφ.) ασυγκράτητος, ριψοκίνδυνος
- (μτφ.) αθυρόστομος
- αστόμωτη γυναίκα
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστόμωτος
|