Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστραπόμορφος η αστραπόμορφη το αστραπόμορφο
      γενική του αστραπόμορφου της αστραπόμορφης του αστραπόμορφου
    αιτιατική τον αστραπόμορφο την αστραπόμορφη το αστραπόμορφο
     κλητική αστραπόμορφε αστραπόμορφη αστραπόμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστραπόμορφοι οι αστραπόμορφες τα αστραπόμορφα
      γενική των αστραπόμορφων των αστραπόμορφων των αστραπόμορφων
    αιτιατική τους αστραπόμορφους τις αστραπόμορφες τα αστραπόμορφα
     κλητική αστραπόμορφοι αστραπόμορφες αστραπόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστραπόμορφος < αστραπή + μορφή

  Επίθετο επεξεργασία

αστραπόμορφος

  • που δίνει λάμψη, ανταύγεια σαν την αστραπή, όμοιος με αστραπή

  Μεταφράσεις επεξεργασία