αστράτευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστράτευτος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
αστράτευτος, -η, -ο
- που δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης
- (μτφ.) που δε δέχεται να υπηρετήσει μια οποιοδήποτε ιδεολογία
- αστράτευτη τέχνη
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστράτευτος
|