αστεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστεία < αστείος
Επίρρημα επεξεργασία
αστεία
- με αστείο τρόπο
- περπατούσε κάπως αστεία μετά από δύο ώρες ιππασία
- αστειευόμενος, όχι σοβαρά, στ' αστεία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστεία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αστεία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αστείος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αστείος