ασπροπάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασπροπάρης < ασπροπάρι < *ασπρογυπάρι < ελληνιστική κοινή ἄσπρος + αρχαία ελληνική γυπάριον, υποκοριστικό του γύψ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασπροπάρης αρσενικό
- (πτηνό) είδος γύπα (επιστημονική ονομασία: Neophron percnopterus)