Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασουρές οι ασουρέδες
      γενική του ασουρέ των ασουρέδων
    αιτιατική τον ασουρέ τους ασουρέδες
     κλητική ασουρέ ασουρέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασουρές < τουρκική aşure < αραβική عاشوراء (ʿāšūrāʾ) (δέκατος, δέκατη μέρα) (η δέκατη μέρα του πρώτου ισλαμικού μήνα Muharram)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασουρές αρσενικό ή ασουρέ

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία