ασκαντάλιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασκαντάλιστος < (ελληνιστική κοινή) ἀσκανδάλιστος
Επίθετο επεξεργασία
ασκαντάλιστος, -η, -ο
- που δεν έχει δεχτεί σκανδαλιές σε βάρος του
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκαντάλιστος
|