Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασημώνω < ασήμι + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

ασημώνω

  1. καλύπτω κάτι με λεπτή στρώση ασημιού ή το στολίζω με ελάσματα ή καλλιτεχνήματα από ασήμι
  2. δίνω σε κάτι τη λάμψη ή το χρώμα του ασημιού
  3. χαρίζω, κυρίως σε νύφη ή νεογέννητο μωρό, ασημένιο (ή και χρυσό) νόμισμα για καλή τύχη
  4. (λαϊκότροπο) δίνω χρήματα για να προβλέψει κάποιος τι πρόκειται να συμβεί στο μέλλον

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία