ασελιδοποίητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασελιδοποίητος < α- στερητικό + σελιδοποιώ
Επίθετο
επεξεργασίαασελιδοποίητος, -η, -ο
- που δεν έχει σελιδοποιηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασελιδοποίητος
|
ασελιδοποίητος, -η, -ο
|