Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασβέστωμα τα ασβεστώματα
      γενική του ασβεστώματος των ασβεστωμάτων
    αιτιατική το ασβέστωμα τα ασβεστώματα
     κλητική ασβέστωμα ασβεστώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασβέστωμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασβέστωμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του ασβεστώνω, το βάψιμο μιας επιφάνειας (τοίχου κλπ) με διάλυμα από ασβέστη και νερό

  Μεταφράσεις επεξεργασία