αρωδαμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρωδαμός | οι | αρωδαμοί |
γενική | του | αρωδαμού | των | αρωδαμών |
αιτιατική | τον | αρωδαμό | τους | αρωδαμούς |
κλητική | αρωδαμέ | αρωδαμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρωδαμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρωδαμός αρσενικό