αρχοντογενής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρχοντογενής | η | αρχοντογενής | το | αρχοντογενές |
γενική | του | αρχοντογενούς* | της | αρχοντογενούς | του | αρχοντογενούς |
αιτιατική | τον | αρχοντογενή | την | αρχοντογενή | το | αρχοντογενές |
κλητική | αρχοντογενή(ς) | αρχοντογενής | αρχοντογενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρχοντογενείς | οι | αρχοντογενείς | τα | αρχοντογενή |
γενική | των | αρχοντογενών | των | αρχοντογενών | των | αρχοντογενών |
αιτιατική | τους | αρχοντογενείς | τις | αρχοντογενείς | τα | αρχοντογενή |
κλητική | αρχοντογενείς | αρχοντογενείς | αρχοντογενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχοντογενής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχοντογενής
|