αρχονταριό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρχονταριό | τα | αρχονταριά |
γενική | του | αρχονταριού | των | αρχονταριών |
αιτιατική | το | αρχονταριό | τα | αρχονταριά |
κλητική | αρχονταριό | αρχονταριά | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
αρχονταριό< άρχοντ(ας) + -αριό
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.xon.daɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χο‐ντα‐ριό
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχονταριό ουδέτερο
- (προφορικό, περιληπτικό, συχνά μειωτικό) συνώνυμο του αρχοντολόι
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη άρχοντας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχονταριό
|