αρχοντιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρχοντιά | οι | αρχοντιές |
γενική | της | αρχοντιάς | των | αρχοντιών |
αιτιατική | την | αρχοντιά | τις | αρχοντιές |
κλητική | αρχοντιά | αρχοντιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχοντιά < άρχοντας
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχοντιά θηλυκό
- ευγένεια καταγωγής
- αρχοντική συμπεριφορά ή εμφάνιση
- η πάστρα είναι μισή αρχοντιά