αρχοντάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.xonˈdan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χο‐ντάν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχοντάνθρωπος αρσενικό (θηλυκό αρχοντογυναίκα)
- άνδρας επιβλητικός και γενναιόδωρος, με αρχοντική συμπεριφορά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.