αρχινάω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχινάω < αρχιν(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρχινῶ[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çiˈna.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐νά‐ω
Ρήμα επεξεργασία
αρχινάω/αρχινώ, αόρ.: αρχίνησα, μτχ.π.π.: αρχινημένος (χωρίς παθητική φωνή)
Άλλες μορφές επεξεργασία
- αρχίζω
- αρχινάω (ασυναίρετο)
- αρχινίζω (προφορικό)
Συγγενικά επεξεργασία
- αρχινισμένος
- → και δείτε τη λέξη αρχή
Κλίση επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχινάω
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αρχινάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας