Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρχιδούκας οι αρχιδούκες
      γενική του αρχιδούκα
αρχιδουκός
των αρχιδουκών
    αιτιατική τον αρχιδούκα τους αρχιδούκες
     κλητική αρχιδούκα αρχιδούκες
Κατηγορία όπως «μήνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχιδούκας < αρχι- + δούκας, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική archiduc[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρχιδούκας αρσενικό (θηλυκό αρχιδούκισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία