αρχηγείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρχηγείο | τα | αρχηγεία |
γενική | του | αρχηγείου | των | αρχηγείων |
αιτιατική | το | αρχηγείο | τα | αρχηγεία |
κλητική | αρχηγείο | αρχηγεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχηγείο < αρχηγός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχηγείο ουδέτερο
- το οίκημα όπου εδρεύει ο αρχηγός και οι υπηρεσίες του
- (ειδ.) η διοίκηση και το επιτελείο στρατιωτικών υπηρεσιών