αρχαιοπινής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αρχαιοπινής | η | αρχαιοπινής | το | αρχαιοπινές |
γενική | του | αρχαιοπινούς* | της | αρχαιοπινούς | του | αρχαιοπινούς |
αιτιατική | τον | αρχαιοπινή | την | αρχαιοπινή | το | αρχαιοπινές |
κλητική | αρχαιοπινή(ς) | αρχαιοπινής | αρχαιοπινές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αρχαιοπινείς | οι | αρχαιοπινείς | τα | αρχαιοπινή |
γενική | των | αρχαιοπινών | των | αρχαιοπινών | των | αρχαιοπινών |
αιτιατική | τους | αρχαιοπινείς | τις | αρχαιοπινείς | τα | αρχαιοπινή |
κλητική | αρχαιοπινείς | αρχαιοπινείς | αρχαιοπινή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιοπινής < (ελληνιστική κοινή) ἀρχαιοπινής (που έχει τη σκουριά της αρχαιότητας) < αρχαία ελληνική ἀρχαῖος + πίνος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.o.piˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ο‐πι‐νής
Επίθετο επεξεργασία
αρχαιοπινής, -ής, -ές
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιοπινής
|