αρχαιολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.oˈlo.ɣos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχαιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ειδικός επιστήμονας τής αρχαιολογίας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιολόγος