αρτζουχάλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρτζουχάλι | τα | αρτζουχάλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αρτζουχάλι | τα | αρτζουχάλια |
κλητική | αρτζουχάλι | αρτζουχάλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρτζουχάλι ουδέτερο
- (παρωχημένο) (έγγραφη) αίτηση ή αναφορά