αρρενοποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρρενοποίηση | οι | αρρενοποιήσεις |
γενική | της | αρρενοποίησης* | των | αρρενοποιήσεων |
αιτιατική | την | αρρενοποίηση | τις | αρρενοποιήσεις |
κλητική | αρρενοποίηση | αρρενοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αρρενοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρρενοποίηση θηλυκό
- η μετατροπή σε άρρενα ή η εκδήλωση ανδρικών χαρακτηριστικών
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρρενοποίηση