Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αρραβωνιάσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρραβωνιάζω
  2. θα αρραβωνιάσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρραβωνιάζω