Δείτε επίσης: ἀρραβωνιάζω, αρρεβωνιάζω, ἀρρεβωνιάζω, ἀρραβωνίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρραβωνιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρραβωνιάζω < ελληνιστική κοινή ἀρραβωνίζω (δίνω ενέχυρο) < αρχαία ελληνική ἀρραβών

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈɲa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐ρα‐βω‐νιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

αρραβωνιάζω, αόρ.: αρραβώνιασα, παθ.φωνή: αρραβωνιάζομαι, π.αόρ.: αρραβωνιάστηκα, μτχ.π.π.: αρραβωνιασμένος

  1. τελώ την τελετή του αρραβώνα
  2. υπόσχομαι να δώσω σε γάμο ένα μέλος της οικογένειάς μου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

με αρραβωνια-

με αρρεβωνια- → δείτε τη λέξη αρρεβωνιάζω
→ και δείτε τη λέξη αρραβώνας

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία