αρραβωνιάσετε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααρραβωνιάσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρραβωνιάζω
- θα αρραβωνιάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρραβωνιάζω