Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρουμανικός η αρουμανική το αρουμανικό
      γενική του αρουμανικού της αρουμανικής του αρουμανικού
    αιτιατική τον αρουμανικό την αρουμανική το αρουμανικό
     κλητική αρουμανικέ αρουμανική αρουμανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρουμανικοί οι αρουμανικές τα αρουμανικά
      γενική των αρουμανικών των αρουμανικών των αρουμανικών
    αιτιατική τους αρουμανικούς τις αρουμανικές τα αρουμανικά
     κλητική αρουμανικοί αρουμανικές αρουμανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρουμανικός < Αρουμάν(ος) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αρουμανικός -ή -ό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία