Δείτε επίσης: Ἀρμενιστί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμενιστί < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ἀρμενιστί. Συγχρονικά αναλύεται σε Αρμεν(ία) + -ιστί

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.me.niˈsti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐με‐νι‐στί

  Επίρρημα επεξεργασία

αρμενιστί (τροπικό επίρρημα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία