Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρμενιστής οι αρμενιστές
      γενική του αρμενιστή των αρμενιστών
    αιτιατική τον αρμενιστή τους αρμενιστές
     κλητική αρμενιστή αρμενιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμενιστής < άρμενο + -ιστής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμενιστής αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) αυτός που γνωρίζει να χειρίζεται τα πανιά και τα σχοινιά ιστιοφόρου
  2. (παρωχημένο), επάγγελμα) ο ναύτης του ιστιοφόρου πλοίου
     συνώνυμα: μαρνέρος
  3. σύγχρονη ειδικότητα ναυτών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού
  4. (συνεκδοχικά) αυτός που ταξιδεύει αποκλειστικά με ανοιγμένα πανιά

  Μεταφράσεις επεξεργασία