αρλεκίνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρλεκίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική arlecchino
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρλεκίνος αρσενικό
- τύπος της ιταλικής κωμωδίας, συνήθως ντυμένος με καρό ή πολύχρωμα ρούχα
- (κατ’ επέκταση) μεταμφιεσμένος με ανάλογη στολή για τις απόκριες
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- (πιερότος)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αρλεκίνος στη Βικιπαίδεια