αριφραδής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αριφραδής | η | αριφραδής | το | αριφραδές |
γενική | του | αριφραδούς* | της | αριφραδούς | του | αριφραδούς |
αιτιατική | τον | αριφραδή | την | αριφραδή | το | αριφραδές |
κλητική | αριφραδή(ς) | αριφραδής | αριφραδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αριφραδείς | οι | αριφραδείς | τα | αριφραδή |
γενική | των | αριφραδών | των | αριφραδών | των | αριφραδών |
αιτιατική | τους | αριφραδείς | τις | αριφραδείς | τα | αριφραδή |
κλητική | αριφραδείς | αριφραδείς | αριφραδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αριφραδής < αρχαία ελληνική ἀριφραδής < ἀρι- + φράζομαι
Επίθετο επεξεργασία
αριφραδής
Μεταφράσεις επεξεργασία
αριφραδής
|