Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αριφραδής η αριφραδής το αριφραδές
      γενική του αριφραδούς* της αριφραδούς του αριφραδούς
    αιτιατική τον αριφραδή την αριφραδή το αριφραδές
     κλητική αριφραδή(ς) αριφραδής αριφραδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αριφραδείς οι αριφραδείς τα αριφραδή
      γενική των αριφραδών των αριφραδών των αριφραδών
    αιτιατική τους αριφραδείς τις αριφραδείς τα αριφραδή
     κλητική αριφραδείς αριφραδείς αριφραδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αριφραδής < αρχαία ελληνική ἀριφραδής < ἀρι- + φράζομαι

  Επίθετο επεξεργασία

αριφραδής

  1. (αρχαιοπρεπές) ξεκάθαρος, ολοφάνερος
  2. (αρχαιοπρεπές) συνετός

  Μεταφράσεις επεξεργασία