Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αριθμογνωσία οι αριθμογνωσίες
      γενική της αριθμογνωσίας των αριθμογνωσιών
    αιτιατική την αριθμογνωσία τις αριθμογνωσίες
     κλητική αριθμογνωσία αριθμογνωσίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

αριθμογνωσία < αριθμ(ός) + -ο- + -γνωσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αριθμογνωσία θηλυκό

  1. το να γνωρίζει κανείς τους αριθμούς μα και να μετράει
  2. το να γνωρίζει κανείς μαθηματικά, η ικανότητα στην αριθμητική
  3. η αριθμομαντεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία