αρασέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρασέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική arraché[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρασέ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) το άθλημα της άρσης βαρών στο οποίο ο αθλητής σηκώνει το βάρος πάνω από το κεφάλι του με μία μόνο κίνηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ αρασέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας