Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρασέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική arraché[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρασέ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία