Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραβομαθής η αραβομαθής το αραβομαθές
      γενική του αραβομαθούς* της αραβομαθούς του αραβομαθούς
    αιτιατική τον αραβομαθή την αραβομαθή το αραβομαθές
     κλητική αραβομαθή(ς) αραβομαθής αραβομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραβομαθείς οι αραβομαθείς τα αραβομαθή
      γενική των αραβομαθών των αραβομαθών των αραβομαθών
    αιτιατική τους αραβομαθείς τις αραβομαθείς τα αραβομαθή
     κλητική αραβομαθείς αραβομαθείς αραβομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραβομαθής < αραβο- + -μαθής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.maˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βο‐μα‐θής

  Επίθετο επεξεργασία

αραβομαθής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία