Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

από τα βάθη της καρδιάς από τα βάθη της καρδιάς < ἐκ βάθους καρδίας

  Έκφραση επεξεργασία

από τα βάθη της καρδιάς

  • Την ευχαρίστησε από τα βάθη της καρδιάς του
  • Το παράπονο έβγαινε από τα βάθη της καρδιάς του

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία