Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόταξη οι αποτάξεις
      γενική της απόταξης* των αποτάξεων
    αιτιατική την απόταξη τις αποτάξεις
     κλητική απόταξη αποτάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποτάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόταξη < αρχαία ελληνική ἀπόταξις, μορφολογικά αναλύεται από- + τάξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόταξη θηλυκό

  1. η απόλυση, η οριστική απομάκρυνση από το στράτευμα, αξιωματικού ή υπαξιωματικού του στρατού λόγω παραπτώματος (σε αντίθεση με την αποστράτευση)
  2. η κατάσταση που βρίσκεται ο πρώην στρατιωτικός μετά από την απόταξη (1)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία