απόστημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόστημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόστημα ουδέτερο
- (ιατρική): περιχαρακωμένη συλλογή φλεγμονώδους υγρού (πύου) σε οποιοδήποτε ιστό ή όργανο ενός ζώου
- (γεωμετρία): απόστημα χορδής: στην ευκλείδεια γεωμετρία απόστημα χορδής σε έναν κύκλο είναι η απόσταση του κέντρου του κύκλου από την χορδή