απόλοιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απόλοιμος < ελληνιστική κοινή ἀπολοίμιος[1] < αρχαία ελληνική ἀπό + λοιμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόλοιμος αρσενικό
- (παρωχημένο, λόγιο) άνθρωπος που (είχε πάθει ανοσία στην πανούκλα και) προσέφερε τις υπηρεσίες του στην κοινότητα θάβοντας τους νεκρούς και περιθάλποντας τους ασθενείς
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λοιμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόλοιμος
|
- ↑ ἀπολοίμιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.