Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα απόκρυφα
      γενική των αποκρύφων
    αιτιατική τα απόκρυφα
     κλητική απόκρυφα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

απόκρυφα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόκρυφος στον πληθυντικό < αρχαία ελληνική ἀπόκρυφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈpo.kɾi.fa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐κρυ‐φα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόκρυφα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. οι μυστικοί ή κρυμμένοι τόποι
  2. τα κρυφά σημεία και οι μυστικές λεπτομέρειες
     συνώνυμα: μυστικά
  3. (θρησκεία) τα Απόκρυφα Ευαγγέλια/βιβλία, ψευδεπίγραφα αρχαία κείμενα αποκλεισμένα από τον Κανόνα
  4. (γενικότερα) μη αποδεκτά δεδομένα, βιβλία ή κείμενα από κάποια αρχή ως επίσημα ή αυθεντικά είτε ως προς την χρονολογία και τους συγγραφείς, είτε ιδεολογικά/νοηματικά
  5. (ευφημισμός) τα απόκρυφα (μέρη, σημεία) του σώματος
     συνώνυμα: τ' απαυτά, τα γεννητικά όργανα, οι όρχεις, αχαμνά

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

απόκρυφα < απόκρυφ(ος) +

  Επίρρημα επεξεργασία

απόκρυφα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία