απριλιανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απριλιανός < Απρίλι(ος) + -ανός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pɾi.li.aˈnos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πρι‐λι‐α‐νός
Επίθετο επεξεργασία
απριλιανός, -ή, -ό
- που συμβαίνει κατά το μήνα Απρίλιο ή είναι σχετικός με τον Απρίλιο [1]
- (ελληνική ιστορία, με κεφαλαίο) Απριλιανός: καθένας από τους πρωτεργάτες του στρατιωτικού Πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 [2]
- → δείτε και τις λέξεις χουντικός, Παπαδοπουλικός και Ιωαννιδικός
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γεναριάτικος
- φεβρουαριανός / φεβρουαριάτικος / φλεβαριάτικος
- μαρτιάτικος
- μαγιάτικος
- ιουνιανός
- ιουλιανός
- αυγουστιανός / αυγουστιάτικος
- σεπτεμβριανός / σεπτεμβριάτικος
- οκτωβριανός
- νοεμβριανός
- δεκεμβριανός / δεκεμβριάτικος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ απριλιανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ απριλιανός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας